κακοηθέστατα

κακοηθέστατα
κακοήθης
ill-disposed
adverbial superl
κακοήθης
ill-disposed
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… …   Dictionary of Greek

  • τρισάθλιος — α, ο / τρισάθλιος, ία, ον, ΝΜΑ τρεις φορές δυστυχισμένος, αξιολύπητος, δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια κεφαλή», Σολωμ. β. «εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις κακή», Σοφ.) νεοελλ. 1. κακοηθέστατος 2. φρ. «ελεεινός και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”